- παρακολλώ
- -άω / παρακολλῶ, -άω, ΝΑ, παρακολνώ Νενώνω τα άκρα ή τις επιφάνειες δύο αντικειμένων, συγκολλώνεοελλ.1. κολλώ κάτι πάρα πολύ, ώστε να μην αποσπάται εύκολα2. προσκολλώμαι σε κάποιον3. μτφ. ενοχλώ κάποιον προκλητικά, επίμονααρχ.στερεώνω κάτι επάνω σε κάτι άλλο, επικολλώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + κολλῶ].
Dictionary of Greek. 2013.